Συντηρητική προσέγγιση στη θεραπεία της ακράτειας.

 Η γυναικεία ακράτεια ούρων ,συνεχώς ή κατά διαστήματα, είναι μια παθολογική κατάσταση, συχνά αναστρέψιμη παρά την αντίθετη πεποίθηση. Μόνο μια στις 4 γυναίκες αναφέρουν το σύμπτωμά τους και επισκέπτονται το γιατρό γι’ αυτό. Η φυσικοθεραπευτική προσέγγιση στην ακράτεια ούρων είναι κυρίως προληπτική, βασισμένη στον εντοπισμό των προδιαθεσικών παραγόντων και στη σωστή αντιμετώπιση του προβλήματος τις ευαίσθητες περιόδους του γυναικείου σώματος (εγκυμοσύνη, τοκετός, εμμηνόπαυση).

 Οι ασκήσεις του πυελικού εδάφους, κατά κύριο λόγο, σε συνδυασμό με την διαδικασία συνειδητοποίησης της ύπαρξης και της λειτουργίας του πυελικού εδάφους μέσω του biofeedback (επανατροφοδότηση), αποτελούν την πρώτη γραμμή αντιμετώπισης του προβλήματος με συντηρητικό τρόπο (όχι χειρουργικά) για την ακράτεια από προσπάθεια (I.U.S.).

 Η μεθοδολογία αυτή δεν αποτελεί πάντα απόλυτη λύση στο πρόβλημα της ακράτειας, όμως μειώνει σημαντικά τη βαρύτητα των συμπτωμάτων, στην πλειοψηφία των ασθενών που την εφαρμόζουν.

 Ο στόχος της θεραπείας είναι η βελτίωση της λειτουργίας του σφιγκτήρα της κύστης δια μέσω της ενδυνάμωσης των μυών που αποτελούν το πυελικό έδαφος και την απόκτηση συνείδησης και ελέγχου της εν λόγω περιοχής από τις γυναίκες.

 Η ουρογυναικολογική αποκατάσταση μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα θεραπευτική σε κάποιες επιλεγμένες και ορθά διαγνωσμένες περιπτώσεις, οι οποίες θα υπόκειται σε μια θεραπεία συντήρησης όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο.

 Βασικά πλεονεκτήματα αυτής της θεραπευτικής προσέγγισης είναι: ο απλός τρόπος εφαρμογής, το χαμηλό κόστος (σε σχέση με τις χειρουργικές μεθόδους), η απουσία ανεπιθύμητων ενεργειών (δεν μπορεί να βλάψει).

 Οι πιο σημαντικοί παράγοντες που συνηγορούν στην επιτυχία αυτής της θεραπείας είναι η σωστή επιλογή και η έντονη θέληση (κίνητρο) της ασθενούς. Είναι μια μέθοδος που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κάποια άλλη θεραπευτική προσέγγιση, και ενδείκνυται επίσης για τις ασθενείς εκείνες όπου η χειρουργική προσέγγιση είναι ακατάλληλη, ανεπιθύμητη ή αποτυχημένη.

 Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι η ακράτεια στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση κυμαίνεται μεταξύ 16% και 60%. Η ακράτεια ταξινομείται σε 3 βασικές κατηγορίες:

Α) 63% ακράτεια από προσπάθεια (stress incontinence) 

Β) 25% ακράτεια από έπειξη (urge incontinence) 

Γ) 12% ακράτεια μεικτού τύπου